χοροποιός

χοροποιός
-όν, Α
1. αυτός που συγκροτεί τον χορό, χορολέκτης*
2. (στην ποίηση) (με σημ. ουσ.) ηγέτης τού χορού, ο κορυφαίος τού χορού («ὦ θεῶν χοροποί' ἄναξ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -ποιός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χοροποιός — instituting masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοροποιόν — χοροποιός instituting masc/fem acc sg χοροποιός instituting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοροποιοί — χοροποιός instituting masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοροποιοῦ — χοροποιός instituting masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοροποιούς — χοροποιός instituting masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοροποιέ — χοροποιός instituting masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοροποιῶν — χοροποιός instituting masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοροποί' — χοροποιά , χοροποιός instituting neut nom/voc/acc pl χοροποιέ , χοροποιός instituting masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • χοροποιΐα — ἡ, Α [χοροποιός] η συγκρότηση και η διάταξη χορού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”